διαχέηται

διαχέηται
διαχέω
pour different ways
pres subj mp 3rd sg (epic ionic)
διαχέω
pour different ways
pres subj mp 3rd sg
διαχέω
pour different ways
aor subj mid 3rd sg
διᾱχέηται , διηχέω
ring with
pres subj mp 3rd sg (epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τηλαύγημα — τὸ, Α 1. στιλπνό σημείο στο δέρμα, σύμπτωμα τής λέπρας («ἐὰν δὲ κατὰ χώραν μείνῃ τὸ τηλαύγημα καὶ μὴ διαχέηται, οὐλὴ τοῡ ἕλκους ἐστί», ΠΔ) 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «τηλαύγημα, ἀρχὴ λέπρας ἐν τῇ τοῡ σώματος ἐπιφανείᾳ». [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλαυγής +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”